φθοριοσουλφονικός

φθοριοσουλφονικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «φθοριοσουλφονικό οξύ»
χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φθορίου και τού θείου, που παρασκευάζεται κατά την επίδραση άνυδρου υδροφθορίου στο θειικό οξύ ή στο τριοξείδιο τού θείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. (acid) fluo(ro)sulfonic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”